- παιανικός
- παιανικός, -ή, -όν (ΑΜ) [παιάν]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παιάνα ή αυτός που μοιάζει με παιάνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παιανικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιανικόν — παιανικός of masc acc sg παιανικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιανικοῖς — παιανικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιανική — παιανικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιανικῶς — παιανικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιανικῷ — παιανικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)